αυγίλα

αυγίλα
η вкус и запах яйца

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αυγίλα" в других словарях:

  • Αὐγίλα — Αὐγίλᾱ , Αὔγιλα fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αὔγιλα — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αὐγίλαι — Αὐγίλᾱͅ , Αὔγιλα fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αὐγίλαις — Αὔγιλα fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπωρίζω — ὀπωρίζω (Α) [οπώρα] 1. συλλέγω καρπούς («τὰ γενναῑα σῡκα ἐπονομαζόμενα ὀπωρίζειν βούληται», Πλάτ.) 2. τρώω φρούτα 3. αφαιρώ από κάποιο δέντρο τους καρπούς («ἀναβαίνουσι ἐς Αὔγιλα χῶρον ὀπωριεῡντες τοὺς φοίνικας», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»